- ἐμφιλοκαλῆσαι
- ἐμφιλοκαλέωpursue honourable studies inaor inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμφιλοκαλώ — ἐμφιλοκαλῶ ( έω) (Α) ασχολούμαι, καταγίνομαι με φιλοκαλία με κάτι («ἐμφιλοκαλῆσαι τοῑς στρατιωτικοῑς», Πλούτ.) … Dictionary of Greek